- κτείς
- κτείς1 comb met. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθ[ (ἀγάλλειν supp. e. g. Snell) fr. 215a. 6.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κτείς — comb masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεις — ο (AM κτείς, ενός) θαλάσσιο οστρακόδερμο, το χτένι («ἂν δ οἷον οἱ κτένες κρεῶδες ἔχωσι τὸ πρὸς τῷ μυκτῆρι», Αριστοτ.) αρχ. 1. όργανο με το οποίο διευθετούνται, ευτρεπίζονται τα μαλλιά, χτένι 2. εξάρτημα τού αργαλειού από το οποίο διέρχονται οι… … Dictionary of Greek
κτενί — κτείς comb masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτενός — κτείς comb masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεσί — κτείς comb masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτεσίν — κτείς comb masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτένα — κτείς comb masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτένας — κτείς comb masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτένες — κτείς comb masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ctenophora — For the genus of crane flies, see Ctenophora (genus). Comb jellies Temporal range: Cambrian – Recent … Wikipedia
Petoncle — Pétoncle Nom vernaculaire ou nom normalisé ambigu : Le terme « pétoncle » s applique, en français, à plusieurs taxons distincts. pétoncle … Wikipédia en Français